- ευδυσώπητος
- εὐδυσώπητος, -ον (Α)1. αυτός που ταράζεται, που σαστίζει εύκολα2. ενδοτικός, υποχωρητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δυσ-ωπητος (< δυσ-ωπώ «φοβίζω, αναστατώνομαι, υποκύπτω σε παρακλήσεις»), πρβλ. α-δυσ-ώπητος].
Dictionary of Greek. 2013.